- τιτίδας
- τιτίςa small chirping birdfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτίς — ίδος, ἡ, ΜΑ 1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει 2. το γυναικείο αιδοίο 3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο μσν. (κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω*] … Dictionary of Greek